- ὅμαστος
- ὅμ-αστος, ον, ([etym.] ἄστυ)A united in one city (cf. ὁμόπτολις), prob. l. in Herod.2.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όμαστος — ὅμαστος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στην ίδια πόλη με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἀστός] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek